- πλυντικός
- και πλυτικός -ή, -όν, Α [πλύνω]1. πλυντήριος2. ο χρήσιμος στο πλύσιμο3. φρ. «πλυντική τέχνη» — η τεχνική τού να πλένει κανείς ρούχα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλυντικῶν — πλυντικός clothes cleaning fem gen pl πλυντικός clothes cleaning masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλυντικόν — πλυντικός clothes cleaning masc acc sg πλυντικός clothes cleaning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλυντικοί — πλυντικός clothes cleaning masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλυντική — πλυντικός clothes cleaning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλυντικήν — πλυντικός clothes cleaning fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλυτάριος — ία, ον, Α πλυντικός, πλυντήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλύτης + κατάλ. άριος] … Dictionary of Greek
πλυτικός — ή, όν, Α βλ. πλυντικός … Dictionary of Greek
πλύνω — ΝΜΑ, πλένω Ν καθαρίζω κάτι μέσα σε νερό ή ρίχνοντας πάνω του νερό (α. «πλένω την αυλή» β. «ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτάς», ΚΔ) νεοελλ. 1. πλένω τα χέρια, το πρόσωπό μου, νίβω 2. (σχετικά με ρούχα) κάνω μπουγάδα, κάνω πλύση αρχ. 1.… … Dictionary of Greek